- αποερσε
- ἀπόερσεἀπό-ερσεaor. унес(ла), увлек(ла)
(ἔνθα με κῦμ΄ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔνθα με κῦμ΄ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόερσε — ἀπόερσε swept away aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόερσε — ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ εν. πρόσ.) (Α) παρασύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < από (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα *wer «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
ἀπόερσεν — ἀπόερσε swept away aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)